ὑπέγγυος

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A under surety:    I of persons, having given surety, liable to be called to account or punished, A.Ch.38 (lyr.); ὑ. πλὴν θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.5.71: c. dat., γὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν liability to human and divine justice, E.Hec.1027 (lyr.).    2 of things, legitimate, γάμος ὑ., opp. ἀνέγγυος, Poll.3.34.    II pledged, hypothecated, BGU1792.7 (i B. C.), POxy.507.31 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1184] unter Bürgschaft, verbürgt, verpfändet; auch κριταί τε τῶνδ' ὀνειράτων θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι, nachdem sie bei den Göttern sich verbürgt oder die Götter zu Zeugen angerufen hatten, Aesch. Ch. 38; – einer Strafe ausgesetzt, unterworfen, ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, allen Strafen außer dem Tode unterworfen, Her. 5, 71; δίκᾳ καὶ θεοῖς Eur. Hec. 1029.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέγγυος: -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος ἐγγυητής, δοὺς ἐγγύησιν, ὅθεν ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νόμιμος, γάμος ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνέγγυος, Πολυδ. Γ΄, 34.