θεόθεν

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόθεν Medium diacritics: θεόθεν Low diacritics: θεόθεν Capitals: ΘΕΟΘΕΝ
Transliteration A: theóthen Transliteration B: theothen Transliteration C: theothen Beta Code: qeo/qen

English (LSJ)

Adv.
A from the gods, θεόθεν δ' οὐκ ἔστ' ἀλέασθαι (sc. θάνατον) death at the hands of the gods, Od.16.447, cf. Pl.Com.173.14 (hex.); εἴ τις ἄλλα θεόθεν ἀνθρώποισι τέρψις = given by God to man, IG3.171.
2 by the will of the gods or by the favour of the gods, Pi.O.12.8, P.11.50, A.Th.324, Pers.101 (both lyr.), etc.; by the gods, οἷς ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant.584.

German (Pape)

[Seite 1195] von den Göttern her; Od. 16, 447; Aesch. Pers. 102; Soph. Ant. 584; Pind. Ol. 12, 8 u. a. D.

French (Bailly abrégé)

adv.
venant des dieux, de la divinité ; particul. par le secours des dieux.
Étymologie: θεός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

θεόθεν: adv. от богов, по воле божества, свыше Pind., Aesch.: θεόθεν οὐκ ἔστ᾽ ἀλέασθαι Hom. ниспосылаемое богами неотвратимо; οἷς ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος Soph. у тех, чей дом потрясен богами.

Greek (Liddell-Scott)

θεόθεν: ἀρχαία γεν. τοῦ θεός, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. (ἴδε ἐν ἄρθρῳ -θεν), ἐκ μέρους τῶν θεῶν, Λατ. divinitus, θεόθεν δ’ οὐκ ἔστ’ ἀλέασθαι (ἐνν. θάνατον) ὡς ἐκ μέρους τῶν θεῶν πεμπόμενον, Ὀδ. Π. 447· εἴ τις ἄλλα θεόθεν ἀνθρώποισιν τέρψις, δεδομένη ἐκ μέρους τοῦ θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ᾨδὴ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 7. 2) τῇ βοηθείᾳ ἢ εὐνοίᾳ τῶν θεῶν, Πίνδ. Ο. 12. 11, Π. 11. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 324, Πέρσ. 102, κτλ.· ὑπὸ τῶν θεῶν, Σοφ. Ἀντ. 584· πρβλ. Διόθεν.

English (Autenrieth)

from a god, from God, Od. 16.447†.

Greek Monolingual

(AM θεόθεν)
επίρρ. από τον θεό («θεόθεν δ' οὐκ ἔστ ἀλέασθαι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
με τη θέληση, με τη βοήθεια ή με την εύνοια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεός + κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως ή από τόπου κινήσεως].

Greek Monotonic

θεόθεν: αρχ. γεν. του θεός, που χρησιμ. ως επίρρ. (βλ. -θεν)
1. από τους θεούς, στα χέρια των θεών, Λατ. divinitus, σε Ομήρ. Οδ.
2. με τη βοήθεια ή την εύνοια των θεών, σε Πίνδ., Αισχύλ., κ.λπ.· μέσω των θεών, σε Σοφ.

Middle Liddell

[v. -θεν]
1. old gen. of θεός, used as adv. from the gods, at the hands of the gods, Lat. divinitus, Od.
2. by the help or favour of the gods, Pind., Aesch., etc.: by the gods, Soph.

English (Woodhouse)

by the help of the gods, by the will of the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)