δυσπαρακολούθητος
English (LSJ)
ον,
A hard to follow, i. e. hard to understand, Men.490, D.H.Pomp.5, Corn.ND7, J.AJ11.3.10, Arr.Epict.2.12.10. II Act., hard of understanding, dull, M.Ant.5.5 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 686] 1) dem man schwer folgen kann, schwer zu begreifen, Dion. Hal. iud. Thuc. 9 u. a. Rhett. – 2) schwer folgend, begreifend, M. Anton. 5, 5, im compar., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. μετὰ δυσκολίας ἐννοῶν, νωθρός, Μ.Ἀντων. 5. 5.