δειπνητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A diner, guest, Plb.3.57.7.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνητής: -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, συνδαιτυμών, σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Πολύβ. 3. 57, 7.
οῦ, ὁ,
A diner, guest, Plb.3.57.7.
[Seite 540] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
δειπνητής: -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, συνδαιτυμών, σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Πολύβ. 3. 57, 7.