Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνδαιτυμών

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek (Liddell-Scott)

συνδαιτῠμών: -όνος, ὁ, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 2, 3· ἀντὶ σύνδειπνος.

Greek Monolingual

ο, η / συνδαιτυμών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ
πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαιτυμών, -όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)].