συνδαιτυμών
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek (Liddell-Scott)
συνδαιτῠμών: -όνος, ὁ, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 2, 3· ἀντὶ σύνδειπνος.
Greek Monolingual
ο, η / συνδαιτυμών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ
πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαιτυμών, -όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)].