πλεύστης
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Greek (Liddell-Scott)
πλεύστης: -ου, ὁ, ὁ θαλασσοπόρος, ναύτης, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 52, 23, Νείλου Ἐπιστ. σ. 220, 11, διάφ. γραφ. πλεύτης.
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
πλεύστης: -ου, ὁ, ὁ θαλασσοπόρος, ναύτης, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 52, 23, Νείλου Ἐπιστ. σ. 220, 11, διάφ. γραφ. πλεύτης.