πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
[Seite 831] pass., am Kien ersticken, Theophr.
ἐνδᾳδόομαι: παθ., πληροῦμαι ῥητίνης, (laeda fieri Πλίνιος), περὶ λεπισθέντος στελέχους πεύκης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.