καταιωρέομαι
English (LSJ)
Pass.,
A hang down, θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225.
German (Pape)
[Seite 1351] herabhangen; θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καταιωρέομαι: Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.