περικόπτης

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

German (Pape)

[Seite 580] ὁ, Dieb, Räuber, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

περικόπτης: -ου, ὁ, κλέπτης, «περικόπται: κλῶπες» Φώτ. σ. 418, 6, Πόρσων, «περικόπται· κλῶπες, λησταὶ» Ἡσύχ.