ἀναχρονίζω

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

German (Pape)

[Seite 215] in eine andere, unrichtige Zeit versetzen, die Zeiten verwechseln, Schol. Eur. Phoen. 861.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχρονίζω: ποιῶ ἀναχρονισμόν, δὲν φυλάττω ἀκριβῆ χρονολογίαν, παθ., «ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν Ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 861, Ἱππ. 231, Εὐστ. Ὀδ. σ. 1404. 29.