ἀναχρονίζω
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
German (Pape)
[Seite 215] in eine andere, unrichtige Zeit versetzen, die Zeiten verwechseln, Schol. Eur. Phoen. 861.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχρονίζω: ποιῶ ἀναχρονισμόν, δὲν φυλάττω ἀκριβῆ χρονολογίαν, παθ., «ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν Ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 861, Ἱππ. 231, Εὐστ. Ὀδ. σ. 1404. 29.
Spanish (DGE)
1 retrasarse c. part. πέμποντες ἐπιστόλια PTeb.413.14 (II d.C.).
2 gram. en v. med.-pas. ser un anacronismo Sch.E.Hipp.231, Ph.854, Eust.1404.29.
Greek Monolingual
ἀναχρονίζω (ΑΝ)
προκαλώ καθυστέρηση σε κάτι
νεοελλ.
κάνω αναχρονισμό.