ων,
A of yellow soil, Luc.Syr.D.8.
[Seite 274] mit goldgelber Erde, Luc. de dea Syr. 8.
ξανθόγεως: -ων, ὁ ἔχων ξανθὸν ἔδαφος, Λουκ. π. τῆς Συρίης Θεοῦ 8.