ξανθόγεως
English (LSJ)
ων, of yellow soil, Luc.Syr.D.8.
German (Pape)
[Seite 274] mit goldgelber Erde, Luc. de dea Syr. 8.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
au sol jaunâtre.
Étymologie: ξανθός, γῆ.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόγεως: -ων, ὁ ἔχων ξανθὸν ἔδαφος, Λουκ. π. τῆς Συρίης Θεοῦ 8.
Greek Monolingual
ξανθόγεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -γεως (< γαία), πρβλ. μεσόγεως, χρυσόγεως].