Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
ἀγαλίζομαι: λοιδοροῦμαι· «ἀγαλίζεσθαι, λοιδορεῖσθαι, Ταραντῖνοι», Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξ. ἀγάλιος.