expanse
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Open space: P. εὐρυχωρία, ἡ. Wide stretch of space: V. πλάξ, ἡ. They pass over wide expanses of plain: V. χωροῦσι . . . πεδίων ὑποτάσεις (Eur., Bacch. 748). Circumference: P. and V. κύκλος, ὁ, περιβολή, ἡ, περίβολος, ὁ, Ar. and P. περιφορά, ἡ. The expanse of heaven: V. αἰθέρος κύκλος, ὁ, οὐρανοῦ περιπτυχαί, αἱ.