prophesy
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
predict: Ar. and P. προαγορεύειν, προειπεῖν, P. and V. προλέγειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν, προφωνεῖν. Prophesy by oracles: P. and V. μαντεύεσθαι, P. ἀπομαντεύεσθαι, Ar. and P. χρησμῳδεῖν, V. προμαντεύεσθαι, (Eur., Frag.), θεσπίζειν, προθεσπίζειν, φημίζειν, Ar. and V. θεσπιῳδεῖν. It was prophesied to me: V. ἐμοὶ . . . ἦν πρόφαντον (Soph., Tr. 1158). Prophesying truly, adj.: V. ἀληθόμαντις. Prophesying falsely: V. ψευδόμαντις.