Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
subs.
P. λίθος Ἡρακλεία, ἡ (Plat., Ion, 533D), λίθος Ἡρακλεῶτις, ἡ (Plat., Ion, 535E), V. Μαγνῆτις λίθος, ἡ (Eur., Frag.), Λυδία λίθος, ἡ (Soph., Frag.).