ἐπίσκυρος
English (LSJ)
ὁ,
A ball-game ( = ἐπίκοινος 111) resembling Rugby football, Hsch., Poll.9.103, Sch.Pl.Tht.146a. II. governor, Call.Fr. 231, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 980] ὁ, eine Art Ballspiel, Poll. 9, 103. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκυρος: ὁ, παιδιά τις διὰ σφαίρας, «ὁ μετὰ πολλῶν σφαιρισμὸς» Ἡσύχ., ἴδε Kuster ἐν λέξει. ΙΙ. ἄρχων, ἐπόπτης, Καλλ. Ἀποσπ. 231.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeu de balle (~rugby).
Étymologie: DELG mot mystérieux.