ἐπίκοινος

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκοινος Medium diacritics: ἐπίκοινος Low diacritics: επίκοινος Capitals: ΕΠΙΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: epíkoinos Transliteration B: epikoinos Transliteration C: epikoinos Beta Code: e)pi/koinos

English (LSJ)

ἐπίκοινον,
A common to many, promiscuous, ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῖσθαι Hdt.4.104, cf. 172, 180; sharing equally in, λέκτρων E.Andr.124 (lyr.): c. dat., in common with, ἀρχὴν ἐ. αὐτῷ ἔχειν D.C.42.44; ἐ. ἀμφοῖν belonging equally, Plu.2.368e, cf. 1018f, BGU 906.21 (i A.D.): neut. pl. Adv., in common, [γυναιξὶν] ἐπίκοινα χρέωνται Hdt.1.216; χρηστήριον, τὸ ἐ. ἔχρησε ἡ Πυθίη Id.6.77 (but ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρ. ib.19). Regul. Adv. ἐπικοίνως Orph.Fr.256.
II. Gramm., common, of gender, D.T.634.19, Gell.13.7.3. Adv. ἐπικοίνως A.D.Conj. 253.20.
III. ἐπίκοινος, ἡ, a game, = ἐπίσκυρος, Sch.Pl.Tht.146a, Eust.1601.34, Poll.9.104.

German (Pape)

[Seite 951] gemeinschaftlich; μῖξιν ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν ποιέονται, sie haben gemeinschaftliche Frauen, Her. 4, 180; vgl. Eur. Andr. 124 διδύμων λέκτρων ἐπίκοινον, des Doppellagers Genossinn; Beides, sowohl ἀγαθοποιός als κακοποιός, Sezt. Emp. adv. astrol. 29; – ἐπίκοινα, adverbial, z. B. χρῆσθαι ταῖς γυναιξίν Her. 1, 216. 6, 77; Sp.; τὰ ἐπίκοινα, nomina communia, die von beiden Geschlechtern gebraucht werden, D. Hal. u. a. Gramm.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
commun, possédé en commun ; pl. neutre adv. • ἐπίκοινα en commun.
Étymologie: ἐπί, κοινός.
2ου (ἡ) :
jeu de balle (~rugby).
Étymologie: LSJ ἐπί, κοινός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκοινος:
1 находящийся в общем владении, общий (μῖξις ἐ. τῶν γυναικῶν Her.): ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρηστήριον Her. (дельфийским оракулом) было объявлено общее (для аргивян и милетцев) предсказание;
2 принимающий одинаковое участие (в чем-л.), разделяющий (διδύμων λέκτρων ἐ. Eur.);
3 грам. общий, имеющий одну форму для мужского и женского родов.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκοινος: -ον, κοινὸς μεταξὺ πολλῶν, ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν τὴν μῖξιν ποιεῖσθαι, ἔχειν τὰς γυναῖκας κοινὰς (πρβλ. τὸ Λατ. nuptiae promiscuae). Ἡρόδ. 4. 104, πρβλ. 172, 180: - ἐξ ἴσου μετέχων τινός, λέκτρων Εὐρ. Ἀνδρ. 124· μετὰ δοτ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, ἀρχὴν ἐπ. αὐτῷ ἔχειν Δίων Κ. 42. 44· ἐπ. ἀμφοῖν, ἐξ ἴσου ἀνήκων εἰς ἀμφοτέρους, Πλούτ. 2. 368Ε, 1018Ε. - Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὸ οὐδ. ἐπίκοινα ὡς ἐπίρρ., ἀπὸ κοινοῦ, ἐπ. χρέωνται γυναιξὶν 1. 216· χρηστήριον, τὰ ἐπίκοινα ἔχρησε ἡ Πυθίη 6. 77· οὕτως, ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρ. αὐτόθι 19· πρβλ. ἐπίξυνος. ΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὄνομα ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τῶν δύο γενῶν, ὡς π.χ. ὁ ἀετός, ὁ κόραξ, ἡ ἀηδών, ἡ ἀλώπηξ, Διον. Θρ. 634. 19. Γέλλ. 13. 7, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 261Α. - Ἐπίρρ. ἐπικοίνως, Κλήμ. Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίκοινος, -ον) κοινός
1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.)
2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» — ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος δηλώνουν και τα δύο φύλα, όπως π.χ. ο αετός, ο κόραξ, η αηδών, η αλώπηξ
αρχ.
1. αυτός που ανήκει εξίσου σε μερικούς
2. αυτός που μετέχει κάπου με ίσα δικαιώματα («τλάμον
ἀμφὶ λέκτρων διδύμων ἐπίκοινον ἐοῦσαν», Ευρ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπίκοινα
α) από κοινού, συντροφικά
β) για όλους.
επίρρ...
ἐπικοίνως
1. από κοινού
2. και στα δύο γένη, με κοινό γένος.

Greek Monotonic

ἐπίκοινος: -ον, κοινός μεταξύ πολλών, τυχαίος, σε Ηρόδ.· αυτός που μετέχει ισότιμα σε κάτι, με γεν., σε Ευρ.· ουδ. πληθ., ἐπίκοινα ως επίρρ., από κοινού, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπί-κοινος, ον
common to many, promiscuous, Hdt.: — sharing equally in a thing, c. gen., Eur.:—neut. pl. ἐπίκοινα as adv. in common, Hdt.