στρατηγίς

Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. Adj.

   A of the general, σκηνή Paus.4.19.1; πύλαι the door or entrance of the general's tent, S.Aj.49; ναῦς σ. flag-ship, Th.2.84 (pl.), cf. And.1.11; so ἡ σ. alone, Hdt.8.92; at Rome, σ. σπεῖραι cohortes praetoriae, Plu.Ant.39, cf. App.BC3.45; τάξεις ib.5.3.    II as Subst., fem. of στρατηγός, female commander, Ar.Ec.835,870, Pherecr.235.

German (Pape)

[Seite 951] ίδος, ἡ, feldherrlich; πύλαι, Soph. Ai. 49, die Thore des Feldherrnzeltes; mit u. ohne ναῦς, das Admiralschiff, Her. 8, 92; Thuc. 2, 84; τριήρης, Andoc. 1, 11. – Als fem. zu στρατηγός, Heerführerinn, Ar. Eccl. 835.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγίς: -ίδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., ἡ τοῦ στρατηγοῦ, σκηνὴ Παυσ. 4. 19, 1· πύλαι στρ., ἡ πύληεἴσοδος εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ στρατηγοῦ, Σοφ. Αἴ. 49· ναῦς στρ., τὸ πλοῖον τοῦ ναυάρχου, ἡ ναυαρχίς, Θουκ. 2. 84, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 31· οὕτω μόνον, ἡ στρατηγὶς Ἡρόδ. 8. 92· - ἐν Ρώμῃ, σπεῖρα στρ., cohors praetoria, Πλουτ. Ἀντ. 39, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 45., 5. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., θηλ. τοῦ στρατηγός, γυνὴ διοικοῦσα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 835, 870, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 53.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
du général, du commandant ; στρατηγὶς ναῦς ou τριήρης, ou subst.στρατηγίς le vaisseau-amiral ; στρατηγὶς σπεῖρα PLUT à Rome la cohorte prétorienne.
Étymologie: στρατηγός.