σύννοος
English (LSJ)
ον, Att. contr. σύννους, ουν,
A in deep thought, thoughtful, Isoc.1.15, Plu.2.206b, etc.; σ. πρὸς ἑαυτῷ Id.Them.3. 2 anxious, gloomy, βλέμμα Arist.Pr.958a18, cf. Hp.Ep.15, D.H.4.66, etc.; grave, Hp.Medic.1. 3 thoughtful, circumspect, σ. γενέσθαι Arist. Pol.1267a36; τὸ σ. Phld.Vit.p.13 J.
German (Pape)
[Seite 1028] att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυθρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.
Greek (Liddell-Scott)
σύννοος: -ον, Ἀττικ. συνῃρ. -νους, ουν, ὁ βεβυθισμένος εἰς σκέψιν, σκεπτικός, Ἰσοκρ. 5Α, Πλούτ. 2. 206Β, κλπ.· σ. πρὸς ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 3. 2) ἐστενοχωρημένος, κατηφής, βλέμμα Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 5, πρβλ. Ἱππ. 1277. 30, Διον. Ἁλ. 4. 66, κτλ. 3) περίφροντις, σ. γενέσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 17.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui réfléchit, pensif, méditatif.
Étymologie: σύν, νόος.