ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.
ου;adj. m.à la lance infatigable.Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.