ἀντικατατείνω

Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A make counter-extension, Hp.Fract. 14, Art.3.    II metaph., ἂν ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον if we speak setting speech directly in contrast with speech against him, Pl.R.348a, cf. Plu.2.669e.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen anspannen, sich anstrengen, -τείναντες λέγωμεν, mit Nachdruck dagegen sprechen, Plat. Rep. I, 348 a; ohne λέγειν Plut. Symp. 4, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατατείνω: ἐκτείνω ἕλκων ἐπὶ τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, π. Ἄρθρ. 781: μεταφ., διισχυρίζομαι, διατείνομαι ἐναντίον τινὸς, ἂν ... ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον Πλάτ. Πολ. 348Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 669F.

French (Bailly abrégé)

tendre avec force contre.
Étymologie: ἀντί, κατατείνω.