παλαίστρα

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ, (παλαίω)

   A wrestling-school, δρόμον καὶ π. ποιησάμενος Hdt.6.126, cf. Hp.Art.4: in pl., E.El.528, Ar.Ra.729, etc.; εἰς παλαίστραν φοιτῆσαι Pl.Grg.456d; πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους καὶ γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ X.Lac.2.1.    b Κερκυόνος π., of the spot where Cercyon slew his victims, B.17.26, Paus.1.39.3.    II metaph., school, ἡ Ἀλεξάνδρου π. Plu.Demetr. 5; ἡ Σωκράτους π. Longin.4.4.

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, der Ringplatz, die Ringschule; δρόμους παλαίστρας τε, Eur. Andr. 600; El. 528; Ar. Nubb. 79; Plat. Charm. 155 d u. öfter; λιπαρά, Theocr. 2, 50, von dem vielen Gebrauche des Oeles in derselben. – Auch übertr., geistiger Uebungsplatz, Schule, Longin. de subl. 4, 4, Plut. Ant. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίστρα: ἡ, (παλαίω) σχολὴ ἔνθα ἠσκοῦντο οἱ παλαισταὶ διδασκόμενοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὑπὸ δημοσίων διδασκάλων, Ἡρόδ. 6. 126, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782, Εὐρ. Ἠλ. 528, Ἀριστοφ., κτλ.· εἰς π. φοιτᾶν Πλάτ. Γοργ. 456D· πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους καὶ γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ Ξεν. Λακ. 2. 1· πρβλ. πάλη.
ΙΙ. μεταφορ., πᾶσα σχολή, ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου π. Πλουτ. Δημήτρ. 4· ἡ τοῦ Σωκράτους π. Λογγῖν. 4. 4· οὕτως ἐν τῇ Λατ. ἦν ἐν χρήσει τὸ ludus.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
palestre :
1 lieu où l’on s’exerce à la lutte;
2 p. ext. lieu où l’on s’exerce, particul. école.
Étymologie: παλαίω.