πυρολόγος

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον, (πυρός)

   A reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλ-).

German (Pape)

[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse le blé.
Étymologie: πυρός, λέγω².