ἄντηστις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confronting, κατ' ἄντηστιν θεμένη Od.20.387.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
rencontre, seul. κατ’ ἄντηστιν OD en face.
Étymologie: ἀντάω.
εως, ἡ,
A confronting, κατ' ἄντηστιν θεμένη Od.20.387.
(ἡ) :
rencontre, seul. κατ’ ἄντηστιν OD en face.
Étymologie: ἀντάω.