Greek (Liddell-Scott)
κόγξ: ὁ ἦχος ὃν προὐξένει ἡ ψῆφος πίπτουσα εἰς τὴν κάλπην (κάδον), Ἡσύχ.· περὶ τοῦ κόγξ, ὄμπαξ (ἐφθαρμ. ἀντὶ κόγξ, ὁμοίως πάξ), ἴδε Λοβ. Ἀγλαοφ. 775 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
interj.
onomatopée imitant le bruit d’un caillou tombant dans l’urne.
2interj.
« silence ! assez ! ».