προχείρως
French (Bailly abrégé)
adv.
1 promptement, facilement;
2 au hasard, témérairement;
Cp. προχειροτέρως, Sp. προχειρότατα.
Étymologie: πρόχειρος.
adv.
1 promptement, facilement;
2 au hasard, témérairement;
Cp. προχειροτέρως, Sp. προχειρότατα.
Étymologie: πρόχειρος.