ον, (
A λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).
λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.
ος, ον :qui nourrit des fleurs, fleuri.Étymologie: λωτός, τρέφω.