λεῖμαξ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ (not ὁ, Hdn.Gr.1.524),
A = λειμών, meadow, E.Ph. 1571, Ba.867 (both lyr.), Lyr.Alex.Adesp.22, AP9.788.10.
2 garden, Pherecr.109.
II = Lat. limax, snail, Hsch.
German (Pape)
[Seite 23] ακος, ὁ, oder auch ἡ, = λειμών, Wiese, λωτοτρόφον κατὰ λείμακα Eur. Phoen. 1587, wie Bacch. 867; Pherecr. bei Ath. XV, 685 b; Ep. ad. 428 (IX, 788). – Bei Hipp. u. Suid. auch im compar. λειμακέστερος, was vielleicht λειμακωδέστερος heißen soll. Vgl. Lob. Paralip. p. 288.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
1 c. λειμών;
2 jardin.
Étymologie: cf. λείβω.
Russian (Dvoretsky)
λεῖμαξ: ᾰκος ὁ луг (λωτοτρόφος Eur.; θαλερῶν πεδίων λείμακες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λεῖμαξ: -ᾰκος, ἡ, οὐχὶ ὁ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 284), ὡς τὸ λειμών, λιβάδιον, Εὐρ. Φοίν. 1571, Βάκχ. 867 (ἀμφότερα λυρ.), Ἀνθ. Π. 9. 788· - κῆπος, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν 2. ΙΙ. = τῷ Λατ. limax, ζῷόν τι ὅμοιον κοχλίᾳ, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
λεῖμαξ: -ᾰκος, ἡ, = λειμῶν, λιβάδι, σε Ευρ., Ανθ.