εἱληθερής
English (LSJ)
ές, (εἵλη, θέρω)
A warmed by the sun: warm, Hp.Morb.2.30, Gal.11.389; cf. ἐλαθερής.
German (Pape)
[Seite 728] ές, von der Sonne gewärmt, gesonnt, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
εἱληθερής: -ές, (εἵλη, θέρω) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, θερμός, Ἱππ. 471. 18, Γαλην.