εἱληθερής

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ές, (εἵλη, θέρω)

   A warmed by the sun: warm, Hp.Morb.2.30, Gal.11.389; cf. ἐλαθερής.

German (Pape)

[Seite 728] ές, von der Sonne gewärmt, gesonnt, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

εἱληθερής: -ές, (εἵλη, θέρω) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, θερμός, Ἱππ. 471. 18, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chauffé au soleil.
Étymologie: εἵλη, θέρος.