poet. for ἐπαναδιπλάζω (q.v.).
ἐπανδιπλάζω: ποιητ. ἀντὶ ἐπαναδιπλάζω.
interroger une seconde fois, de nouveau.Étymologie: poét. p. *ἐπαναδιπλάζω, de ἐπί, ἀνά, διπλάζω.