Αἰτναῖος
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pi.P.3.69, O.6.96, A.Pr.367, etc.; Sicilian, πῶλος S.OC312; of a beetle, A.Fr.233, Ar. Pax73, S.Ichn.300. II αἰτναῖος, ὁ, sea-fish, Opp.H.1.512.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰτναῖος: -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. παμμεγέθης, πελώριος, Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν ὅταν κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ κάλλιον ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. Σικελικός· (ἐπειδὴ οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ λέξις λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. ὄχος Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. Αἰτναῖος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de l’Etna;
2 grand comme l’Etna, gigantesque;
3 de la région de l’Etna.
Étymologie: Αἴτνη.