ἀμπελουργεῖον
English (LSJ)
τό,
A vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.
German (Pape)
[Seite 129] v. l. für ἀμπελών, Aesch. 2, 156, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἀμπελών.