ἀμπελουργεῖον

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

τό,

   A vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.

German (Pape)

[Seite 129] v. l. für ἀμπελών, Aesch. 2, 156, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀμπελών.