ἀμπελουργεῖον

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργεῖον Medium diacritics: ἀμπελουργεῖον Low diacritics: αμπελουργείον Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΕΙΟΝ
Transliteration A: ampelourgeîon Transliteration B: ampelourgeion Transliteration C: ampelourgeion Beta Code: a)mpelourgei=on

English (LSJ)

τό, vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.

Spanish (DGE)

-ου, τό viña Sud.s.u. ἀμπέλειος.

German (Pape)

[Seite 129] v.l. für ἀμπελών, Aesch. 2, 156, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀμπελών.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελουργεῖον: τό Aeschin. = ἀμπελών.
τό Aeschin. = ἀμπελών.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.

Greek Monolingual

ἀμπελουργεῖον, το (Α) ἀμπελουργός
αμπελώνας.