ἀμφιστρατάομαι

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Dep.,

   A beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.

German (Pape)

[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.