ἀντιπρόσωπος
English (LSJ)
ον,
A with the face towards, facing, τοῖς πολεμίοις X. Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11; face to face, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι X.HG6.5.26; φιλήματα AP12.251 (Strat.); of images, reflected, Thphr.Sens.52,53; of winds, blowing in a contrary direction, Placit. 4.1.1. Adv. -πως Arist.Mir.835b11, Steph. inHp.1.95 D., al. II Subst. ἀντιπρόσωπον, τό, prow, Artem.2.23, 4.24.
German (Pape)
[Seite 259] (πρόσωπον), mit entgegengekehrtem Angesicht, gerad entgegensehend, Xen. Hell. 6, 5, 28; Plut. plac. phil. 4, 1; φιλήματα Strat. 90 (XII, 251); vgl. Sosipat. 1 (V, 54); – ἀντιπροσώπως μάχεσθαι Schol. Eur. Phoen. 1419.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπρόσωπος: -ον, ἔχων τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον πρός τινα, τοὶς πολεμίοις Ξεν. Κύρ. 7.1, 25: - πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 5, 26. - Ἐπίρρ. -πως Ἀριστ. π. Θαυμ. 72: - Τὸ ῥῆμα -ωπέω, δύναμαι ἀντιβλέπειν, τινὶ Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
opposé face à face, visage contre visage.
Étymologie: ἀντί, πρόσωπον.