τερατουργός

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ὁ,

   A wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.

German (Pape)

[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.