κάνναθρον
English (LSJ)
τό,
A = κάναθρον. καννεύσας, Ep. for κατανεύσας, Od.15.464. κἀννεώσασθαι, poet. for καὶ ἀνανεώσασθαι. κάννη, v. κάννα. κάννηκες· πλέγματα ταρσῶν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1321] τό, = κάναθρον.
Greek (Liddell-Scott)
κάνναθρον: το, = κάναθρον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. κάναθρον.