αὐθαδίζομαι
English (LSJ)
aor.
A -ισάμενος Them.Or.34 P.467 D.:—to be self-willed, οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap.34d; to be puffed up, arrogant, Them. Or.29.346b.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθᾱδίζομαι: ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être présomptueux ou arrogant.
Étymologie: αὐθάδης.