αὐτοκρατορικῶς
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
French (Bailly abrégé)
adv.
en maître absolu.
Étymologie: αὐτοκρατορικός.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
adv.
en maître absolu.
Étymologie: αὐτοκρατορικός.