μαρτυρία
English (LSJ)
ἡ,
A testimony, Διονύσου μαρτυρίῃσι Od.11.325, cf. Hes.Op.282 (pl.): freq. both sg. and pl., μ. τινός his evidence, Antipho 2.2.7; μ. παρέχεσθαι Pl.Smp.179b; εἰς μ. κληθῆναι Id.Lg.937a; μαρτυριῶν ἀπέχεσθαι to refuse to give evidence, Ar.Eq.1316; ἐμβάλλεσθαι μ. ψευδῆ D.54.31; γράφειν μ. τινί serve him with a subpoena, Aeschin. 1.45; μ. ἔχειν παρά τινων ἔκ τινων Arist.Pol.1338a36: in non-legal sense, commendation, πάσης μ. ἐπιτήδειον (in sense of ἄξιον) SIG1073.17 (Olympia, ii A.D.): in pl., demonstrations of favour, POxy.41.18 (iii/iv A.D.). II Astrol., aspect, Vett. Val.5.5, Gal. 19.532, Man. 1.124, Procl.Par.Ptol.255.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτῠρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, «μαρτυρία», ὁμολογία, «κατάθεσις», Διονύσου μαρτυρίῃσιν Ὀδ. Λ. 325, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἔν τε τῷ ἑνικ. καὶ ἐν τῷ πληθ., μ. τινὸς Ἀντιφῶν 117. 9· μ. παρέχεσθαι ὁ αὐτ. 132. 9, Πλάτ. Συμπ. 179Β· εἰς μ. κληθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 937A· μαρτυριῶν ἀπέχομαι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσω μαρτυρίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1316· ψευδῆ μ. ἐμβάλλεσθαι Δημ. 1266. 16· γράφειν μ. τινί, κλητεύειν τινὰ εἰς μαρτυρίαν, Αἰσχίν. 7. 12 καὶ 24· μ. ἔχειν ἔκ τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 11. Πρβλ. μαρτυρέω ἐν τέλ. 2) = μαρτύριον, Μαρτύρ. Πολυκάρπ. 1029A, κ. ἀλλ., Εὐσ. ΙΙ, 137A, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
déposition d’un témoin, témoignage.
Étymologie: μάρτυς.