μαρτύριον
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A testimony, proof, πρῶτον καὶ μέγιστον μαρτύριον Hdt. 2.22, cf. Pi.I.4(3).10, etc.: freq. in plural, μαρτύρια θέσθαι Hdt. 8.55, cf. A. Ag.1095 (lyr.), Eu.485, 797; μετ' ἀειμνήστου μ. Th. 1.33; μαρτύριον δέ... followed by γάρ, here is a proof, namely... ib.8, etc.; μέγα τόδε μ.,… γάρ Hdt.8.120.
II τὰ μαρτύρια = the tables of the Decalogue, LXX Le. 16.13, al.
III shrine of a martyr, Aët. 15.15 (a) Z., POxy.941.4 (vi A.D.), etc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
témoignage, preuve : μαρτύριον δέ, avec γάρ dans la prop. suiv., et la preuve, c'est que, et comme preuve.
Étymologie: μάρτυς.
German (Pape)
τό, Zeugnis; Pind. I. 3.28; μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ' ἐπιπείθομαι, Aesch. Ag. 1066, ἐκ Διὸς γὰρ λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν, Eum. 764, μαρτύρια θέσθαι, Her. 8.55; μέγα δὲ καὶ τόδε μαρτύριον· φαίνεται γάρ, 8.120, wie Thuc. 1.8 und oft; ᾧ πρέπει μαρτυρίῳ χρῆσθαι, Plat. Symp. 196e; τὸν στέφανον ἀναθεῖναι μαρτύριον εἰς τὴν κρίσιν, zum Zeugnis, Legg. XII.943c, öfter bei Folgdn, Thom.Mag., zieht es der μαρτυρία vor.
Bei K.S. der Ort, wo die Reliquien eines Märtyrers aufbewahrt werden.
Russian (Dvoretsky)
μαρτύριον: τό свидетельство, подтверждение, довод Pind., Aesch., Thuc., Plat. etc.: μαρτύρια παρέχεσθαι и θέσθαι Her. приводить доказательство.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτύριον: [ῠ], τό, μαρτυρία, ἀπόδειξις, Ἡρόδ. Πινδ. Ι. 3 (4). 16, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μαρτύρια παρέχεσθαι, παρέχεσθαι ἀποδείξεις, Ἡρόδ. 2. 22· θέσθαι ὁ αὐτ. 8. 55, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1095, Εὐμ. 485, 797· μετ’ ἀειμνήστου μ. Θουκ. 1. 33. 2) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ συχνάκις μαρτύριον δέ..., ἀκολουθοῦντος τοῦ γάρ, - καὶ ἰδοὺ ἀπόδειξις, δηλαδή..., Ἡρόδ. 8. 120, Θουκ. 1. 8, κτλ.· πρβλ. τεκμήριον, σημεῖον. ΙΙ. τὰ βασανιστήρια ἃ ὑπέστη ὑπὲρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὁ μάρτυς καὶ ὁ θάνατος αὐτοῦ, Ἰγνάτ. 645A, Μαρτύρ. Πολυκ. 1029Β, 1044A, Κλήμ. Α. Ι, 1020C, 1213C, κλ. 2) ὁ τόπος, ἔνθα τὰ λείψανα μάρτυρος διατηροῦνται, μάρτυρος τάφος, ἱερόν, «προσκύνημα», Συλλ. Ἐπιγρ. 8616, -54, 8841-3. 3) = μαρτυρολόγιον, βιβλίον περιέχον τοὺς βίους καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ὑπὲρ πίστεως μαρτυρησάντων, Σύνοδ. Νικ. ΙΙ, 861D, Κ. Πορφυρ. Θεμ. 16, 20.
English (Slater)
μαρτῠριον evidence c. gen. ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν (I. 4.10)
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of μάρτυς; something evidential, i.e. (genitive case) evidence given or (specially), the Decalogue (in the sacred Tabernacle): to be testified, testimony, witness.
English (Thayer)
μαρτυρίου, τό (μάρτυρ (cf. μάρτυς)), (from Pindar, Herodotus down), the Sept. for עֵד, עֵדָה, more often for עֵדוּת (an ordinance, precept); most frequently for מועֵד (an assembly), as though that came from עוּד to testify, whereas it is from יָעַד to appoint; testimony;
a. with a genitive of the subjunctive: τῆς συνειδήσεως, ἀποδιδόναι τό ... τῆς ἀναστάσεως Ἰησοῦ, τοῦ Χριστοῦ, concerning Christ the Saviour (cf. Winer's Grammar, § 30,1a.): the proclamation of salvation by the apostles is so called (for reasons given under μαρτυρέω, at the beginning), τοῦ κυρίου ἡμῶν, τοῦ Θεοῦ, concerning God (Winer's Grammar, as above), i. e. concerning what God has done through Christ for the salvation of men, WH text μυστήριον); with the subject. genitive ἡμῶν, given by us, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων, to give testimony concerning those things which were to be spoken (in the Messiah's time) i. e. concerning the Christian Revelation, Riehm, Lehrbegriff d. εἰς μαρτύριον αὐτοῖς for a testimony unto them, that they may have testimony, i. e. evidence, in proof of this or that: e. g. that a leper has been cured, εἰς μαρτύριον ἐπ' αὐτούς, for a testimony against them (cf. ἐπί, C. I:2g. γ. ββ.), ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς μαρτύριον, it will turn out to you as an opportunity of bearing testimony concerning me and my cause, εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται, it will serve as a proof of your wickedness, Winer's Grammar, § 59,9a.), τό μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, that which (to wit, that Christ gave himself as a ransom) would be (the substance of) the testimony equivalent to was to be testified (by the apostles and the preachers of the gospel) in the times fitted for it, τί μαρτύριον); cf. the full exposition of this passage in Fritzsche, Ep. ad Romans iii., p. 12ff; ἡ σκηνή τοῦ μαρτυρίου, Sept. very often for אֹהֶל־מועֵד (see above), and occasionally for הָעֵדוּת אֹהֶל, as Leviticus 24:3, etc.
Greek Monotonic
μαρτύριον: [ῠ], τό, μαρτυρία, απόδειξη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μαρτύρια παρέχεσθαι, φέρνω στο φως τεκμήρια, στον ίδ.· μαρτύριον δέ..., ακολουθ. από το γάρ, ιδού η απόδειξη, δηλαδή..., στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
μαρτῠ́ριον, ου, τό,
a testimony, proof, Hdt., etc.; μαρτύρια παρέχεσθαι to bring forward evidence, Hdt.: —μαρτύριον δέ…, followed by γάρ, here is a proof, namely…, Hdt., Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:martÚrion 馬而替里按
詞類次數:名詞(20)
原文字根:印證 相當於: (עֵדוּת)
字義溯源:證據,證詞,見證,作見證,證明,顯明,法櫃;源自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)。有解經家說這字有三方面的用意:
1)有些事情的發生,本身就成為證據,證明某些人的不是。如( 雅5:3)金銀長了銹,就證明這金銀主人的不是,只知積儹而不賙濟
2)見證歷史的事實。如保羅為基督作的見證( 林前1:6)
3)見證的生活行動。如摩西在神的全家誠然盡忠,為要證明將來必傳說的事( 來3:5)
出現次數:總共(20);太(3);可(3);路(3);徒(2);林前(2);林後(1);帖後(1);提前(1);提後(1);來(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 見證(12) 太10:18; 太24:14; 可6:11; 路9:5; 路21:13; 徒4:33; 林前1:6; 林前2:1; 林後1:12; 帖後1:10; 提後1:8; 啓15:5;
2) 證據(4) 太8:4; 可1:44; 路5:14; 雅5:3;
3) 證明(1) 來3:5;
4) 顯明(1) 提前2:6;
5) 作見證(1) 可13:9;
6) 法櫃(1) 徒7:44
English (Woodhouse)
evidence, proof, testimony, witness
Lexicon Thucydideum
testimonium, evidence, proof, 1.8.1, 1.33.1, 1.73.2. 3.11.3, 3.53.4, 6.82.2.