κλίτος

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ῐ], εος, τό,

   A = κλειτύς, Lyc.600; cliff, Id.737 (pl.).    2 = κλίμα 11, clime, κ. βόρειον AP7.699.    3 side, LXX Ex.26.18, al.; τὸ κ. τὸ δεξιόν ib.Ez.47.1; τὸ κ. τοῦ νότου ib.3 Ki.7.39.

German (Pape)

[Seite 1455] τό, die Abschüssigkeit, Lycophr. 600; übh. = κλίμα, βόρειον ἐς κλίτος Ep. ad. 396 (VII, 699); LXX. Bei Ap. Rh. 1, 599 auch κλίτεα, Hügel.

Greek (Liddell-Scott)

κλίτος: ῐ, τό, = κλιτύς, Λυκόφρ. 600. 2) = κλῖμα ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 699. 3) τὸ κατώτερον μέροςἄκρον τόπου τινός, Ἑβδ. (Β΄ Βασικ. ΙΙΙ΄, 4). 4) τὸ κέρας στρατεύματος, εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι Θεοφύλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 102Β.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
1 climat, région;
2 pente, penchant.
Étymologie: κλίνω.