κλίτος
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό,
A = κλειτύς, Lyc.600; cliff, Id.737 (pl.). 2 = κλίμα 11, clime, κ. βόρειον AP7.699. 3 side, LXX Ex.26.18, al.; τὸ κ. τὸ δεξιόν ib.Ez.47.1; τὸ κ. τοῦ νότου ib.3 Ki.7.39.
German (Pape)
[Seite 1455] τό, die Abschüssigkeit, Lycophr. 600; übh. = κλίμα, βόρειον ἐς κλίτος Ep. ad. 396 (VII, 699); LXX. Bei Ap. Rh. 1, 599 auch κλίτεα, Hügel.
Greek (Liddell-Scott)
κλίτος: ῐ, τό, = κλιτύς, Λυκόφρ. 600. 2) = κλῖμα ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 699. 3) τὸ κατώτερον μέρος ἢ ἄκρον τόπου τινός, Ἑβδ. (Β΄ Βασικ. ΙΙΙ΄, 4). 4) τὸ κέρας στρατεύματος, εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι Θεοφύλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 102Β.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
1 climat, région;
2 pente, penchant.
Étymologie: κλίνω.