τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain
f. ἀποδάσομαι, ao. ἀπεδασάμην;1 partager, donner une part : τινί τι, τινί τινος de qch à qqn;2 diviser, séparer.Étymologie: ἀπό, δαίομαι.