ἀτίμωσις

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[τῑ], εως, ἡ,

   A dishonouring, c. gen., τραπέζας A.Ag.702 (lyr.); πατρός Id.Ch.435 (lyr.).    II = capitis deminutio, J.AJ19.1.1.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Entehrung, Beschimpfung, Aesch. Ag. 685 Ch. 429.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, τὸ ἀτιμάζειν, ἀτιμία γενομένη εἴς τινα· μετὰ γεν., τραπέζας ἀτίμωσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 702· πατρός δ᾽ ἀτίμωσιν ἆρα τίσει ὁ αὐτ. Χο. 435.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
flétrissure, déshonneur.
Étymologie: ἀτιμόω.