ἀτιμόω
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
fut. ἀτιμώσω: aor.
A ἠτίμωσα A.Supp. 644 (lyr.), etc.: pf. ἠτίμωκα D.21.103:—Pass., pf. ἠτίμωμαι E.Hel. 455, D.21.91: plpf. ἠτίμωτο Hdt.7.231, IG1.61a10: aor. ἀτιμώθην A. Ch.636 (lyr.), And.1.33, etc.: fut. ἀτιμωθήσομαι Isoc.5.64; ἠτιμώσομαι D.19.284:—dishonour, A.Supp.644:—Pass., suffer dishonour or suffer indignity, Hdt.4.66, 7.231, A.Ch.636, E.Hel.455.
II deprive of citizen rights, punish with ἀτιμία 2, Ar.Pax742, And.1.33, D.18.82, Arist.Ath.53.6 (Pass.); ἀτιμωθῆναι ἐπὶ αἰτίᾳ Lys.6.25; ἐκπεσόντα ἢ ἀτιμωθέντα Pl.R. 553b.
Spanish (DGE)
(ἀτῑμόω) 1 despreciar, desdeñar ἔριν γυναικῶν A.Supp.645, τὴν ἄραν μου LXX Ez.17.16, cf. 18, 19, en v. pas. βροτοῖς ἀτιμωθὲν οἴχεται γένος A.Ch.636, ὡς ἀνάξι' ἠτιμώμεθα ¡cuán indignamente soy tratado! E.Hel.455, cf. Hdt.4.66, τὰς μὲν (πόλεις) ἀτιμωθήσεσθαι Isoc.5.64, ἔργον ἠτιμωμένον LXX 1Re.15.9, ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον Eu.Marc.12.4 (ap. crít.), θυγάτηρ ἠτιμωμένη fig. de Sión, LXX Le.38.22.
2 privar de derechos cívicos, proscribir ἰδιότɛ̄ν οὐδένα ἀτιμόσο IG 13.40.6 (V a.C.), ἐξήλασ' ἀτιμώσας Ar.Pax 742, cf. X.Ath.1.14, τοὺς δὲ ... ἠτίμωσαν And.Myst.106, cf. Is.5.19, 8.41, Lys.6.25, Hyp.Eux.34, D.18.82, 19.257, Theopomp.Hist. en Phot.α 3087, D.C.56.23.2, τοὺς ἄρχοντας App.BC 2.129, cf. Hld.4.20.2
•en v. pas. perder toda consideración social, ser privado de los derechos cívicos εἴ τις ɛ̄τίμοτο IG 13.118.15 (V a.C.), πάσχων δὲ τοιάδε ἠτίμωτο. οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο Hdt.7.231, οἱ μὲν γὰρ ἀτιμοῦνται τε καὶ χρήμασι ζημιοῦνται Antipho 2.4.7, cf. Pl.R.553b, X.Ath.3.12, ἐὰν γὰρ μὴ ἀτιμωθῇ ὁ ἐνδείξας ἐμέ And.Myst.33, cf. Hyp.Phil.12p.67, πολὺ γὰρ ἀθλιώτερον παρὰ τοῖς αὑτοῦ πολίταις ἠτιμωμένον οἰκεῖν ἢ παρ' ἑτέροις μετοικεῖν Isoc.16.47, cf. Arist.Ath.53.6, D.19.284, D.C.44.46.4.
German (Pape)
[Seite 386] entehren, beschimpfen, Aesch. Ag. 1038 Suppl. 634 Eur. Hel. 462; bes. mit der Atimie belegen, von den Rechten eines Bürgers ausschließen, vgl. ἄτιμος; Andoc. 1, 33. 107 Lys. 10, 22 Dem. 59, 6; ἠτιμώσεται 19, 284; öfter bei Rednern.
French (Bailly abrégé)
ἀτιμῶ :
f. ἀτιμώσω, ao. ἠτίμωσα, pf. ἠτίμωκα, etc.
1 déshonorer;
2 à Athènes priver des droits de citoyen (v. ἀτιμία).
Étymologie: ἄτιμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῑμόω: Aesch., Eur., Her., Arph., Plat., Dem., Plut. = ἀτιμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτιμόω: μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἠτίμωσα, Αἰσχύλ. Ἱκ. 644, κτλ.· πρκμ. ἠτίμωκα, Δημ. 548. 8: - Παθ. πρκμ. ἠτίμωμαι Εὐρ. Ἑλ. 455, Δημ.: ὑπερσυντ. ἠτίμωτο Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. -ώθην Αἰσχύλ. Χο. 636, Ἀνδοκ., κτλ.: μέλλ. ἀτιμωθήσομαι Ἰσοκρ. 95Α· καὶ ἠτιμώσομαι διορθωθὲν ἐκ χειρογράφων ἐν Δημ. 432. 17. Ἀτιμάζω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 644. Παθ., ἀτιμάζομαι, καταισχύνομαι, Ἡρόδ. 4. 66., 7. 231, Αἰσχύλ. Χο. 636, Εὐρ. Ἑλ. 455. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, τιμωρῶ τινα δι᾽ ἀτιμίας (ἴδε ἀτιμία 2), ὡς τὸ Λατ. aerarium facere, Ἀριστοφ. Εἰρ. 743, Ἀνδοκ. 5. 28., 14. 25, Δημ. 253. 3, κτλ.· ἀτ. ἐπὶ αἰτίᾳ Λυσ. 105. 25: - Παθ., Πλάτ. Πολ. 553Β: - πρβλ. ἄτιμος Ι. 2.
English (Strong)
from ἄτιμος; used like ἀτιμάζω, to maltreat: handle shamefully.
Greek Monotonic
ἀτῑμόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἠτίμωσα, παρακ. ἠτίμωκα — Παθ. παρακ. ἠτίμωμαι, αόρ. αʹ ἠτιμώθην· ατιμάζω, διαφθείρω, σε Αισχύλ. — Παθ., υποφέρω ατίμωση ή ταπείνωση, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.
II. στην Αθήνα, τιμωρώ με ἀτιμίαν, Λατ. aerarium facere, σε Αριστοφ., Ρήτ.
Middle Liddell
I. to dishonour, Aesch.:— Pass. to suffer dishonour or indignity, Hdt., Aesch., Eur.
II. at Athens, to punish with ἀτιμία (2), Lat. aerarium facere, Ar., Oratt.
Chinese
原文音譯:¢timÒw 阿-提摩哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:不-價值
字義溯源:凌辱;源自(ἄτιμος)=未受重視的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=償還)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 凌辱的(1) 可12:4