ἀχρήματος
English (LSJ)
ον,
A without money or means, Hdt.1.89, Timocl.9.7; ἀ. τὴν πόλιν ποιεῖν Arist.Pol.1271b16; μήτ' ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς on the poor, A.Pers.167.
German (Pape)
[Seite 419] (χρῆμα), ohne Geld, arm, Aesch. Pers. 165; Her. 1, 89 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρήμᾰτος: -ον, ὁ στερούμενος χρημάτων ἢ μέσων, Ἡρόδ. 1. 89· ἀχρ. τὴν πόλιν ποιεῖν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 37· μήτ’ ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 167· πρβλ. ἀποχρήματος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans argent, pauvre;
2 qui ne cause pas de dépenses.
Étymologie: ἀ, χρῆμα.