γαύρωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.
German (Pape)
[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.
Greek (Liddell-Scott)
γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.