γαυρόομαι

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être fier.
Étymologie: γαῦρος.

Greek Monotonic

γαυρόομαι: Παθ., όπως το γαυριάω, επαίρομαι, υψηλοφρονώ, σε Βατραχομ.· υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γαυρόομαι: гордиться, кичиться (Batr., Babr., Plut.; τινι Eur. и επί τινι Xen.).

Middle Liddell

Pass., like γαυριάω, to exult, Batr.: to pride oneself on a thing, c. dat., Eur.